- συμπαρακάθημαι
- (αόρ. συμπαρεκάθησα) αμετ. сидеть рядом, вместе с другими
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπαρακάθημαι — ΝΜ παρακάθημαι με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακάθημαι «κάθομαι κοντά σε κάποιον»] … Dictionary of Greek